- τριδύναμος
- τρι-δύνᾰμος [pron. full] [ῠ], ον,A of three powers or faculties,
ψυχή Hierocl. in CA20p.463M.
, Ammon.in APr. 2.33;τὸ τ. Procl. in Prm.p.945
S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχή Hierocl. in CA20p.463M.
, Ammon.in APr. 2.33;τὸ τ. Procl. in Prm.p.945
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριδύναμος — of three powers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριδύναμος — η, ο / τριδύναμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρεις δυνάμεις ή τρεις ιδιότητες νεοελλ. φρ. «τριδύναμος περιστροφικός κινητήρας» (μηχανολ.) βενζινοκινητήρας που αποτελείται από τρεις ρότορες, έναν για την ισχύ, έναν για την καύση και έναν που… … Dictionary of Greek
τριδύναμον — τριδύναμος of three powers masc/fem acc sg τριδύναμος of three powers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριδύναμα — τριδύναμος of three powers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия